- σταυραετός
- και σταυραϊτός, ο, Ν1. ζωολ. κοινή ονομασία τού αετού Hieraetus pennatus, τής οικογένειας ακκιπιτρίδες2. τιμητική προσωνυμία τών κλεφτών που πολεμούσαν τους Τούρκους κατά την τουρκοκρατία3. μτφ. τιμητική προσωνυμία γενναίου παληκαριού.
Dictionary of Greek. 2013.