σταυραετός

σταυραετός
και σταυραϊτός, ο, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τού αετού Hieraetus pennatus, τής οικογένειας ακκιπιτρίδες
2. τιμητική προσωνυμία τών κλεφτών που πολεμούσαν τους Τούρκους κατά την τουρκοκρατία
3. μτφ. τιμητική προσωνυμία γενναίου παληκαριού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σταυραετός — σταυραετός, ο και σταυραϊτός, ο είδος αετού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”